- χειμερία
- ἡ, Μ [χειμέριος]θυελλώδης, τρικυμιώδης καιρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειμερία — χειμερίᾱ , χειμέριος wintry fem nom/voc/acc dual χειμερίᾱ , χειμέριος wintry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερίᾳ — χειμερίᾱͅ , χειμέριος wintry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμέρια — Χειμέριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμέρια — χειμέριος wintry neut nom/voc/acc pl χειμέριος wintry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερίας — χειμερίᾱς , χειμέριος wintry fem acc pl χειμερίᾱς , χειμέριος wintry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμέρι' — χειμέρια , χειμέριος wintry neut nom/voc/acc pl χειμέρια , χειμέριος wintry neut nom/voc/acc pl χειμέριε , χειμέριος wintry masc voc sg χειμέριε , χειμέριος wintry masc/fem voc sg χειμέριαι , χειμέριος wintry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερίαν — χειμερίᾱν , χειμέριος wintry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χειμέρι' — Χειμέρια , Χειμέριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… … Dictionary of Greek
χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… … Dictionary of Greek